κατήνιον

κατήνιον
κατή̱νιον , κατά-ἀνέω
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
κατή̱νιον , κατά-ἀνέω
imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατήνιον — κατήνιον, τὸ (Μ) [κατήνα] αλυσίδα, κατήνα* …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώ — όω, ΜΑ [στοιχεῑον] παθ. στοιχειοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με ό,τι είναι απαραίτητο («τῷ φόβῳ τοῡ Κυρίου στοιχειούμενος», Μηναί.) μσν. 1. με μαγικές πράξεις αποτρέπω την επιβλαβή επίδραση διαφόρων ζώων ή όντων ή τά καθιστώ φύλακες ενός τόπου (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”